Církevní στα ελληνικά
Μετάφραση: církevní, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκκλησία, γραφειοκρατικός, εκκλησίας, ναός, ναού, ναό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- cínování στα ελληνικά - κασσιτέρωση, γανώματος, επικασσιτερώσεως, επικασσιτερωση, επικασσιτέρωσης
- cíp στα ελληνικά - ποδοκόπι, γόνατα, πλαταγίζω, πουρμπουάρ, γύρος, ουρά, αιχμή, ...
- císař στα ελληνικά - αυτοκράτορας, αυτοκράτορα, τον αυτοκράτορα, αυτοκράτωρ, ο αυτοκράτορας
- císařský στα ελληνικά - αυτοκρατορικός, αυτοκρατορική, αυτοκρατορικό, αυτοκρατορικής, αυτοκρατορικού
Τυχαίες λέξεις
Církevní στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκκλησία, γραφειοκρατικός, εκκλησίας, ναός, ναού, ναό
Μεταφράσεις: εκκλησία, γραφειοκρατικός, εκκλησίας, ναός, ναού, ναό