Λέξη: λειχήνες
Σχετικές λέξεις: λειχήνες
λειχήνες στο δέρμα θεραπεια, λειχήνες στο πρόσωπο, λειχήνες στο στόμα, λειχήνες στα γεννητικα οργανα, λειχήνες δερματολογικό, λειχήνες στο πρόσωπο φωτο, λειχήνες αντιμετωπιση, λειχήνες δέρματος
Μεταφράσεις: λειχήνες
λειχήνες στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lichen, lichens, ringworm, lichen in
λειχήνες στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
liquen, Líquenes, Los líquenes, Liquenes, liqúenes, Los liquenes
λειχήνες στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
flechte, Flechten, Lichens
λειχήνες στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dartre, lichen, lichens, Les lichens, de lichens, des lichens
λειχήνες στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lichene, Licheni, I licheni, Lichens, di licheni
λειχήνες στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
líquenes, Os líquenes, líquens, liquens, Lichens
λειχήνες στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
korstmossen, korstmos, korst mossen, plantenluizen, Lichens
λειχήνες στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лишай, лишайник, Лишайники, Лишайников, Lichens
λειχήνες στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lav, laver, lavarter, Lichens, hengelav
λειχήνες στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
Lavar, Lichens, lavarna, lavar, lav
λειχήνες στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jäkälä, Jäkälät, lichens, jäkäliä, jäkälien
λειχήνες στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lav, laver, laverne, Lichens, lavarter
λειχήνες στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
Lišejníky, lišejníků, Lichens, lišejník
λειχήνες στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
porost, porosty, porostów, Lichens
λειχήνες στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sömör, zuzmó, zuzmók, zuzmófajták, A zuzmófajták, zuzmókat, zuzmófajták a
λειχήνες στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
Likenler, likenlerin, liken, likenlerden
λειχήνες στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розпущений, розбещений, аморальний, лишайники
λειχήνες στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lichens, likene, likenet
λειχήνες στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лишей, лишеи, Лишеите
λειχήνες στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
лішайнікі
λειχήνες στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
samblik, Samblikud, samblike, samblikke, samblikega, samblikele
λειχήνες στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lišajevi, lišajeva, lišajeve
λειχήνες στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skófir, fléttum, fléttur, skófum, fléttna
λειχήνες στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kerpė, kerpės, kerpių, Lichens, ir kerpės, yra kerpės
λειχήνες στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ķērpis, ķērpji, ķērpju, ķērpjiem, ir ķērpji
λειχήνες στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лишаи, лишаите, мов, лишеи
λειχήνες στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
lichen, lichenii, licheni, lichenilor
λειχήνες στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lišaji, lišaje, lišajev, lišajih, je lišajev
λειχήνες στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lišajníky, lišajníkmi, lišajník, lišajníky vhodné, sobí