Cenzor στα ελληνικά

Μετάφραση: cenzor, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λογοκριτής, λογοκρίνω, λογοκρισία, λογοκρίνει, λογοκριτή, λογοκρίνουν
Cenzor στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • centrála στα ελληνικά - διαφωνία, ανταλλάσσω, λογομαχία, συνάλλαγμα, αρχηγείο, έδρα, κεντρικά γραφεία, ...
  • centrální στα ελληνικά - κεντρικός, κεντρική, κεντρικό, κεντρικές, κεντρικής
  • cenzura στα ελληνικά - λογοκρισία, λογοκρισίας, τη λογοκρισία, η λογοκρισία, της λογοκρισίας
  • cenzurovat στα ελληνικά - λογοκριτής, λογοκρισία, λογοκρίνει, λογοκριτή, λογοκρίνουν
Τυχαίες λέξεις
Cenzor στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λογοκριτής, λογοκρίνω, λογοκρισία, λογοκρίνει, λογοκριτή, λογοκρίνουν