Dát στα ελληνικά

Μετάφραση: dát, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αιτία, προκαλώ, σκοπός, δίνω, παραδίνω, συμφωνία, προξενώ, συγκατάθεση, δίνουν, να δώσει, δώσει, δώσουν, να
Dát στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dárcovství στα ελληνικά - δωρεά, δωρεάς, τη δωρεά, αιμοδοσία, αιμοδοσίας
  • dásňový στα ελληνικά - κυψελιδικός, φατνιακό, κυψελιδικά, κυψελιδικού, φατνιακή, κυψελιδικό
  • dávat στα ελληνικά - φτιάχνω, προσφέρω, παραδίνω, εξαναγκάζω, τακτοποιώ, ξαπλώνω, κατασκευάζω, ...
  • dávicí στα ελληνικά - εμετικό, εμετική, εμετικών, εμετικές, εμετικού
Τυχαίες λέξεις
Dát στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αιτία, προκαλώ, σκοπός, δίνω, παραδίνω, συμφωνία, προξενώ, συγκατάθεση, δίνουν, να δώσει, δώσει, δώσουν, να