Dědeček στα ελληνικά
Μετάφραση: dědeček, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παππούς, παππού, ο παππούς, τον παππού, του παππού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- děd στα ελληνικά - παππούς, Ο παππούς, Πάππους, τον παππού, παππού
- děda στα ελληνικά - παππούς, Παππού, ο παππούς, Grandpa, του Παππού
- dědic στα ελληνικά - κληρονόμος, κληρονόμο, κληρονόμου, διάδοχος, διάδοχο
- dědictví στα ελληνικά - σειρά, κειμήλιο, διαδοχή, κληρονομιά, κληρονομία, κληρονομιάς, πολιτιστικής κληρονομιάς, ...
Τυχαίες λέξεις
Dědeček στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παππούς, παππού, ο παππούς, τον παππού, του παππού
Μεταφράσεις: παππούς, παππού, ο παππούς, τον παππού, του παππού