Λέξη: διακριτικότητα
Σχετικές λέξεις: διακριτικότητα
διακριτικότητα συνώνυμο, διακριτικότητα στα αγγλικα, διακριτικότητα αγγλικα
Συνώνυμα: διακριτικότητα
προαίρεση, σύνεση, εχεμύθεια, φρόνηση, διακριτικότης
Μεταφράσεις: διακριτικότητα
διακριτικότητα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
discretion, discreetness, tact, privacy, discreet
διακριτικότητα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tacto, sigilo, discreción, criterio, discrecionalidad, la discreción, discrección
διακριτικότητα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verschwiegenheit, ermessen, umsicht, gutdünken, schweigepflicht, diskretion, Diskretion, Ermessen, Wahl, Ermessensspielraum, Ermessens
διακριτικότητα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
discrétion, prudence, raison, considération, circonspection, réflexion, cadence, pouvoir discrétionnaire, appréciation, discrétionnaire, la discrétion
διακριτικότητα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
discrezione, potere discrezionale, discrezionalità, discrezionale
διακριτικότητα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
discrição, critério, poder discricionário, poder de apreciação, discricionariedade
διακριτικότητα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
goeddunken, oordeel, discretie, discretionaire bevoegdheid, beoordelingsvrijheid
διακριτικότητα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
осторожность, рассудительность, сдержанность, осмотрительность, усмотрение, благоразумие, усмотрению, свобода действий, своему усмотрению
διακριτικότητα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
diskresjon, skjønn, forgodtbefinnende, eget skjønn
διακριτικότητα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
diskretion, gottfinnande, skönsmässig bedömning, finnande, gottfinn
διακριτικότητα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valinnanvapaus, tahdikkuus, hienotunteisuus, harkintavalta, harkintavaltaa, harkinnan, harkintansa, harkintavallan
διακριτικότητα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
diskretion, skøn, skønsbeføjelse, skoen
διακριτικότητα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obezřetnost, taktnost, opatrnost, mlčenlivost, uvážení, diskrétnost, prozíravost, rozvážnost, rozum, zdrženlivost, prostor pro uvážení, posuzovací pravomoc, pro uvážení
διακριτικότητα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uznanie, uznaniowość, roztropność, rozwaga, rozsądek, oględność, takt, osąd, dyskrecja, dowolność, uznania, swobodnego uznania, swoboda
διακριτικότητα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
körültekintés, diszkréció, mérlegelési, mérlegelési jogkörrel, belátása, mérlegelési jogkört
διακριτικότητα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
takdir, takdirine, takdirine bağlı, takdir yetkisi, takdiri
διακριτικότητα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обережність, обачність, осторога, розсуд
διακριτικότητα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
liri veprimi, maturi, diskrecioni, diskrecion, Mënçuria
διακριτικότητα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
дискретност, преценка, усмотрение, право на преценка, свобода на преценка
διακριτικότητα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
меркаванне, вырашэнне, меркаваньне, меркавання, густ
διακριτικότητα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
taktitunne, valikuvabadus, diskreetsus, suva, kaalutlusõigus, kaalutlusõiguse, kaalutlusõigust, äranägemisel
διακριτικότητα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tajnost, diskrecija, razboritost, diskreciju, diskrecije, diskretnost, diskrecijsko pravo
διακριτικότητα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nærgætni, hyggindi, að eigin ákvörðun, eigin ákvörðun, geðþótta
διακριτικότητα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
prudentia
διακριτικότητα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuožiūra, diskrecija, diskreciją, diskrecijos, laisvė
διακριτικότητα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
piesardzība, rīcības brīvība, rīcības brīvību, diskrecionārā vara, brīvība
διακριτικότητα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дискреција, дискреционо, дискрецијата, дискреционо право, наоѓање
διακριτικότητα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
discreție, apreciere, discreția, putere de apreciere, marjă de apreciere
διακριτικότητα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
diskrecija, diskretnost, diskrecijska, diskrecijska pravica, diskrecijsko
διακριτικότητα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozvaha, uváženia, voľnej úvahy, úvahy, voľnú úvahu, úvahu
Τυχαίες λέξεις