Dělný στα ελληνικά

Μετάφραση: dělný, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποτελεσματικός, αποδοτικός, τακτικά, τακτική, σε τακτική, κανονικά, τακτά
Dělný στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dělnický στα ελληνικά - Οι εργαζόμενοι, Εργάτες, εργαζόμενοι, εργαζομένων, των εργαζομένων
  • dělník στα ελληνικά - εργάτης, εργαζόμενος, εργαζομένου, εργαζόμενο, εργαζομένων
  • dělo στα ελληνικά - κανόνι, καραμπίνα, όπλο, πιστόλι, πυροβόλο, το κανόνι, κανονιού, ...
  • děloha στα ελληνικά - μήτρα, μητέρα, μήτρας, της μήτρας, τη μήτρα, η μήτρα
Τυχαίες λέξεις
Dělný στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποτελεσματικός, αποδοτικός, τακτικά, τακτική, σε τακτική, κανονικά, τακτά