Dřívější στα ελληνικά

Μετάφραση: dřívější, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρώην, αργός, πρόσθιος, προηγούμενος, αποθανών, όψιμος, αργά, πρώτη, προηγούμενο, πρώτο, προηγούμενη
Dřívější στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dříve στα ελληνικά - κάποτε, προτού, πριν, προηγούμενα, άλλοτε, εφάπαξ, νωρίτερα, ...
  • dříví στα ελληνικά - ξύλο, ξυλεία, ξύλου, ξυλείας, το ξύλο
  • dříč στα ελληνικά - αγγαρεία, τρίζω, αλέθω, λιώνω, δουλεύω σκληρά, Drudge, δουλευτής, ...
  • důchod στα ελληνικά - ενοικιάζω, συνταγή, σύνταξη, ενοίκιο, νοίκι, πρόσοδος, αποστράτευση, ...
Τυχαίες λέξεις
Dřívější στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρώην, αργός, πρόσθιος, προηγούμενος, αποθανών, όψιμος, αργά, πρώτη, προηγούμενο, πρώτο, προηγούμενη