Decimovat στα ελληνικά
Μετάφραση: decimovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταστρέφω, αποδεκατίζω, εκμηδενίζω, αποδεκατίσει, αποδεκατίζουν, αποδεκατίσουν
Μεταφράσεις
- deci στα ελληνικά - Αποφάσεις, Deci
- decimetr στα ελληνικά - δέκατο μέτρου, δεκατομέτρου, δεκατόμετρο
- dedikace στα ελληνικά - προσήλωση, αφιέρωση, επιγραφή, ένδειξη, επιγραφή που, επιγραφής, εγγραφή
- dedikovat στα ελληνικά - αφιερώνω, αφιερώσει, αφιερώνουν, αφιερώσω, αφιερώσουν
Τυχαίες λέξεις
Decimovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταστρέφω, αποδεκατίζω, εκμηδενίζω, αποδεκατίσει, αποδεκατίζουν, αποδεκατίσουν
Μεταφράσεις: καταστρέφω, αποδεκατίζω, εκμηδενίζω, αποδεκατίσει, αποδεκατίζουν, αποδεκατίσουν