Dehet στα ελληνικά
Μετάφραση: dehet, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλυδωνίζομαι, ναύτης, πίσσα, κατράμι, πίσσας, σε πίσσα, tar, την πίσσα
Μεταφράσεις
- degradovat στα ελληνικά - υποβαθμίζω, καθαιρώ, ταπεινώνω, ξεφτιλίζω, εκφαυλίζω, εξευτελίζω, υποβαθμίσει, ...
- degustace στα ελληνικά - δοκιμάζοντας, γευσιγνωσία, γεύση, γευσιγνωσίας, γεύσης
- dehtovat στα ελληνικά - ναύτης, κατράμι, πίσσα, πίσσας, σε πίσσα, tar, την πίσσα
- dehydratovat στα ελληνικά - αφυδατώνουν, αφυδατώσει, αφυδατωθεί, αφυδατώνεται, αφυδατώνονται
Τυχαίες λέξεις
Dehet στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλυδωνίζομαι, ναύτης, πίσσα, κατράμι, πίσσας, σε πίσσα, tar, την πίσσα
Μεταφράσεις: κλυδωνίζομαι, ναύτης, πίσσα, κατράμι, πίσσας, σε πίσσα, tar, την πίσσα