Κατράμι στα τσεχικά

Μετάφραση: κατράμι, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dehtovat, asfalt, tér, dehet, nadehtovat, stoupání, smola, hřiště, rozteč, pitch
Κατράμι στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατράμι

κατράμι σημαίνει, κατράμι λεξικό γλώσσας τσεχικά, κατράμι στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • κατοχή στα τσεχικά - okupace, obsazení, držba, majetek, vlastnictví, zabrání, država, ...
  • κατοχυρώνω στα τσεχικά - ochrana, hájit, záštita, chránit, zabezpečení, ochraňovat, bránit, ...
  • κατρακυλώ στα τσεχικά - padnout, spadnout, svalit, porazit, překotit, zmatek, pád, ...
  • κατσάδα στα τσεχικά - pečení, pokárání, tiráda, vynadání, vyhubování, plísnění, hubování, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατράμι στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: dehtovat, asfalt, tér, dehet, nadehtovat, stoupání, smola, hřiště, rozteč, pitch