Destruktivní στα ελληνικά
Μετάφραση: destruktivní, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταστροφικός, καταστρεπτικός, καταστροφική, καταστροφικές, καταστρεπτική, καταστρεπτικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- destička στα ελληνικά - χάπι, πλάκα, πιάτο, δισκίο, ταμπλέτα, δισκίου, δισκίων, ...
- destrukce στα ελληνικά - καταστροφή, καταστροφής, την καταστροφή, η καταστροφή, καταστροφές
- destrukční στα ελληνικά - καταστροφικός, αυτοκαταστροφής, destruct, θα καταστραφεί, καταστραφεί από, θα καταστραφεί από
- desátek στα ελληνικά - δέκατο, δεκάτη, δεκάτης, φόρο της δεκάτης, τη δεκάτη
Τυχαίες λέξεις
Destruktivní στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταστροφικός, καταστρεπτικός, καταστροφική, καταστροφικές, καταστρεπτική, καταστρεπτικές
Μεταφράσεις: καταστροφικός, καταστρεπτικός, καταστροφική, καταστροφικές, καταστρεπτική, καταστρεπτικές