Dirigovat στα ελληνικά
Μετάφραση: dirigovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηγούμαι, φέρσιμο, καθοδηγώ, μόλυβδος, συμπεριφορά, διαγωγή, σκηνοθετώ, λουρί, διεξάγω, συμπεριφοράς, δεοντολογίας, διεξαγωγή, η συμπεριφορά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- direktor στα ελληνικά - διευθυντής, σκηνοθέτης, διευθυντή, σκηνοθέτη, διευθύντρια
- dirigent στα ελληνικά - ηγέτης, αρχηγός, ηγεμόνας, ηγήτορας, αγωγός, μαέστρος, αγωγού, ...
- disciplinovat στα ελληνικά - πειθαρχία, πειθαρχώ, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία
- disciplinární στα ελληνικά - πειθαρχικός, πειθαρχική, πειθαρχικές, πειθαρχικής, πειθαρχικών
Τυχαίες λέξεις
Dirigovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηγούμαι, φέρσιμο, καθοδηγώ, μόλυβδος, συμπεριφορά, διαγωγή, σκηνοθετώ, λουρί, διεξάγω, συμπεριφοράς, δεοντολογίας, διεξαγωγή, η συμπεριφορά
Μεταφράσεις: ηγούμαι, φέρσιμο, καθοδηγώ, μόλυβδος, συμπεριφορά, διαγωγή, σκηνοθετώ, λουρί, διεξάγω, συμπεριφοράς, δεοντολογίας, διεξαγωγή, η συμπεριφορά