Distribuce στα ελληνικά

Μετάφραση: distribuce, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατανομή, διανέμω, απονέμω, μοιράζω, διανομή, διανομής, κατανομής, τη διανομή
Distribuce στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • distingovaný στα ελληνικά - διακεκριμένος, διακρίνονται, διακρίνεται, διακεκριμένους, διακεκριμένων
  • distorze στα ελληνικά - παραμόρφωση, Στρέβλωση, Νόθευση, Η παραμόρφωση, Στρεβλώσεις
  • distribuovat στα ελληνικά - μοιράζω, απονέμω, διανέμω, διανέμουν, διανείμει, διανέμει, τη διανομή, ...
  • distributivní στα ελληνικά - διανεμητικές, διανεμητικό, διανεμητικής, διανεμητικού, διανεμητική
Τυχαίες λέξεις
Distribuce στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατανομή, διανέμω, απονέμω, μοιράζω, διανομή, διανομής, κατανομής, τη διανομή