Dočasný στα ελληνικά
Μετάφραση: dočasný, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρονικός, φυγάς, πρόσκαιρος, φυγόδικος, προσωρινός, εγκόσμιος, κοσμικός, προσωρινή, προσωρινής, προσωρινά, προσωρινές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dozrávání στα ελληνικά - ωρίμανση, ωρίμανσης, την ωρίμανση, ωριμάνσεως, ωρίμανση των
- dozírat στα ελληνικά - επιτηρώ, επιθεωρώ, εποπτεύω, επιβλέπω, επιστατώ, επιβλέπει
- dočasně στα ελληνικά - προσωρινά, προσωρινή, την προσωρινή, προσωρινώς, προσωρινής
- došek στα ελληνικά - αχυροσκεπή, thatch, Θατς, το thatch, του thatch
Τυχαίες λέξεις
Dočasný στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρονικός, φυγάς, πρόσκαιρος, φυγόδικος, προσωρινός, εγκόσμιος, κοσμικός, προσωρινή, προσωρινής, προσωρινά, προσωρινές
Μεταφράσεις: χρονικός, φυγάς, πρόσκαιρος, φυγόδικος, προσωρινός, εγκόσμιος, κοσμικός, προσωρινή, προσωρινής, προσωρινά, προσωρινές