Doplňovat στα ελληνικά
Μετάφραση: doplňovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπλήρωμα, συμπληρώνω, συμπληρώματος, συμπλήρωμα για τον, συμπληρώνουν, το συμπλήρωμα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- doplňkový στα ελληνικά - επιπρόσθετος, συμπληρωματικός, πρόσθετος, συμπληρωματική, συμπληρωματικές, συμπληρωματικής, συμπληρωματικών
- doplňovací στα ελληνικά - συμπληρωματικός, Προσεγγίστε, Reach, φτάσετε, φθάσουν, Επίτευξη
- doplňující στα ελληνικά - επικουρικός, υποβοηθητικός, θυγατρική, επιπλέον, πρόσθετες, πρόσθετη, πρόσθετα, ...
- dopoledne στα ελληνικά - είμαι, πρωί, το πρωί, πρωινό, πρωινή
Τυχαίες λέξεις
Doplňovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπλήρωμα, συμπληρώνω, συμπληρώματος, συμπλήρωμα για τον, συμπληρώνουν, το συμπλήρωμα
Μεταφράσεις: συμπλήρωμα, συμπληρώνω, συμπληρώματος, συμπλήρωμα για τον, συμπληρώνουν, το συμπλήρωμα