Dospívající στα ελληνικά

Μετάφραση: dospívající, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εφηβικός, νεανικός, έφηβος, ανώριμος, εφηβική, εφηβικό, εφηβικά, εφηβικής, έφηβων
Dospívající στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • doslova στα ελληνικά - κυριολεκτικά, κυριολεξία, στην κυριολεξία, γράμμα, κατά γράμμα
  • doslovný στα ελληνικά - φραστικός, κυριολεκτικός, κατά γράμμα, γραμματική, κυριολεκτική, literal
  • dospívat στα ελληνικά - ωριμάζω, μεστός, μεστώνω, ώριμος, ωριμάζουν, ωριμάσουν, ωριμάσει, ...
  • dospívání στα ελληνικά - εφηβεία, εφηβική ηλικία, εφηβείας, την εφηβεία, της εφηβείας
Τυχαίες λέξεις
Dospívající στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εφηβικός, νεανικός, έφηβος, ανώριμος, εφηβική, εφηβικό, εφηβικά, εφηβικής, έφηβων