Dostačovat στα ελληνικά

Μετάφραση: dostačovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επαρκώ, αρκεί, επαρκεί, επαρκούν, αρκούν, αρκεί για
Dostačovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dostavník στα ελληνικά - άμαξα, ταχυδρομική άμαξα, ταχυδρομικών αμαξών, ταχυδρομική άμαξα της, άμαξα που εκτελούσε
  • dostačit στα ελληνικά - επαρκώ, κάνω
  • dostačující στα ελληνικά - επαρκής, επαρκή, επαρκείς, αρκεί, επαρκές
  • dostih στα ελληνικά - ράτσα, φυλή, αγώνα, φυλής, κούρσα, αγώνας
Τυχαίες λέξεις
Dostačovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επαρκώ, αρκεί, επαρκεί, επαρκούν, αρκούν, αρκεί για