Dovršovat στα ελληνικά

Μετάφραση: dovršovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ολοκληρώνω, κορόνα, κορώνα, ολόκληρος, περατώνω, θήκη, στέμμα
Dovršovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dovršení στα ελληνικά - ολοκλήρωση, διενέργεια, τελείωμα, στην Ολοκλήρωση, την Ολοκλήρωση, κορύφωση, Ολοκλήρωσης
  • dovršit στα ελληνικά - καταφέρω, θήκη, κορώνα, επιτυγχάνω, στέμμα, κορόνα, πραγματοποιώ, ...
  • dovádivý στα ελληνικά - τρέλες, ευθυμία, διασκέδαση, εύθυμος, παιχνιδιάρικος, παιγνιδιάρικος, παιχνιδιάρικα, ...
  • dovádění στα ελληνικά - κάνω φασαρία, αγριοκόριτσο, romp, φορμάκι, γιορτάσουμε
Τυχαίες λέξεις
Dovršovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ολοκληρώνω, κορόνα, κορώνα, ολόκληρος, περατώνω, θήκη, στέμμα