Držet στα ελληνικά

Μετάφραση: držet, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διατηρώ, έχω, εξακολουθώ, προσκολλώμαι, έχε, κολλώ, αποκτώ, κρατώ, προμηθεύομαι, υποστηρίζω, εμμένω, πιάνομαι, ακολουθώ, συντηρώ, αμπάρι, κατακρατώ, κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει
Držet στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • držba στα ελληνικά - κατοχή, θητεία, θητείας, της θητείας, κατοχής
  • držení στα ελληνικά - άμαξα, παρακράτηση, κατοχή, βαγόνι, κράτημα, κατέχουν, που κατέχουν, ...
  • držgrešle στα ελληνικά - τσιγκούνης, cheapskate
  • držitel στα ελληνικά - κάτοχος, φορέας, θήκη, κτήτορας, ιδιοκτήτης, κομιστής, κάτοχο, ...
Τυχαίες λέξεις
Držet στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διατηρώ, έχω, εξακολουθώ, προσκολλώμαι, έχε, κολλώ, αποκτώ, κρατώ, προμηθεύομαι, υποστηρίζω, εμμένω, πιάνομαι, ακολουθώ, συντηρώ, αμπάρι, κατακρατώ, κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει