Druhý στα ελληνικά
Μετάφραση: druhý, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άλλος, οπαδοί, μετά, δευτερόλεπτο, επόμενος, δεύτερον, παρακολούθηση, δεύτερος, τελευταίος, ακολουθία, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- druhový στα ελληνικά - χαρακτηριστικός, γενικός, γένους, γενικές, γενικής, κοινόχρηστης ονομασίας
- druhořadý στα ελληνικά - υπεξούσιος, υφιστάμενος, ελάσσων, μικρός, ασήμαντος, ανήλικος, ήσσονος σημασίας, ...
- družba στα ελληνικά - φιλία, κουμπάρος, groomsman, κουμπάρες
- družice στα ελληνικά - δορυφόρος, δορυφορική, δορυφορικά, δορυφορικής, δορυφόρου
Τυχαίες λέξεις
Druhý στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άλλος, οπαδοί, μετά, δευτερόλεπτο, επόμενος, δεύτερον, παρακολούθηση, δεύτερος, τελευταίος, ακολουθία, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους
Μεταφράσεις: άλλος, οπαδοί, μετά, δευτερόλεπτο, επόμενος, δεύτερον, παρακολούθηση, δεύτερος, τελευταίος, ακολουθία, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους