Falzifikát στα ελληνικά
Μετάφραση: falzifikát, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάλπικος, πλαστογραφία, πλαστός, καμώματα, απομίμηση, ψεύτικο, πλαστά, πλαστό, ψεύτικα
Μεταφράσεις
- falešně στα ελληνικά - ψευδώς, αναληθής, ψευδής, ψεύτικος, λάθος, λανθασμένα, εσφαλμένα, ...
- falzifikace στα ελληνικά - παραποίηση, παραποίησης, πλαστογράφηση, πλαστογράφησης, την πλαστογράφηση
- falzifikátor στα ελληνικά - πλαστογράφος, πλαστογράφο, παραχαράκτης, παραχαράκτη, πλαστογράφους
- falšovat στα ελληνικά - αλλοιώνω, ιατρός, κίβδηλος, πλαστός, πλαστογραφία, νοθεύω, παραποιώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Falzifikát στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάλπικος, πλαστογραφία, πλαστός, καμώματα, απομίμηση, ψεύτικο, πλαστά, πλαστό, ψεύτικα
Μεταφράσεις: κάλπικος, πλαστογραφία, πλαστός, καμώματα, απομίμηση, ψεύτικο, πλαστά, πλαστό, ψεύτικα