Generalizace στα ελληνικά

Μετάφραση: generalizace, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γενίκευση, γενικότητα, γενίκευσης, τη γενίκευση, η γενίκευση
Generalizace στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • genealogie στα ελληνικά - γενεαλογία, γενεαλογικές, γενεαλογίας, γενεαλογική, τη γενεαλογία
  • generace στα ελληνικά - γενιά, γενεά, παραγωγή, γενιάς, παραγωγής
  • generický στα ελληνικά - χαρακτηριστικός, γενικός, γένους, γενικές, γενικής, κοινόχρηστης ονομασίας
  • generování στα ελληνικά - γενιά, γενεά, παραγωγή, γενιάς, παραγωγής
Τυχαίες λέξεις
Generalizace στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γενίκευση, γενικότητα, γενίκευσης, τη γενίκευση, η γενίκευση