Γενίκευση στα τσεχικά

Μετάφραση: γενίκευση, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
generalizace, zevšeobecnění, zobecnění, zevšeobecňování, zobecněním
Γενίκευση στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γενίκευση

βεβιασμένη γενίκευση, άτεγκτη γενίκευση, γενίκευση πυθαγορείου θεωρήματοσ, γενίκευση ορισμός, γενίκευση εξαρτημένου ερεθίσματος, γενίκευση λεξικό γλώσσας τσεχικά, γενίκευση στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • γεμίζω στα τσεχικά - zavést, vyplnit, naložit, nadmout, zavádět, nakládat, splnit, ...
  • γενέθλια στα τσεχικά - narozeniny, narozeninám, k narozeninám, narozenin, narozeninový
  • γενειοφόρος στα τσεχικά - bradatý, vousatý, zarostlý, bearded, plnovousem, vousatá, vousaté
  • γενετικός στα τσεχικά - genetický, genetické, genetická, genetického, genetickou
Τυχαίες λέξεις
Γενίκευση στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: generalizace, zevšeobecnění, zobecnění, zevšeobecňování, zobecněním