Hořekovat στα ελληνικά

Μετάφραση: hořekovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μοιρολογώ, στενάζω, οδυρμός, μουγκρίζω, θρηνώ, μουγκρητό, γκρίνια, βογκητό, βογγητό
Hořekovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • hořejšek στα ελληνικά - κορυφή, πάνω, επάνω, κορυφαία, top
  • hořejší στα ελληνικά - κορυφή, ανώτερος, άνω, πάνω, επάνω, ανώτερο
  • hoření στα ελληνικά - ανάφλεξη, καύση, καύσης, καύσεως, την καύση, της καύσης
  • hořet στα ελληνικά - λάμψη, φλόγες, πυρακτώνομαι, καίω, φεγγοβολώ, έγκαυμα, κάψει, ...
Τυχαίες λέξεις
Hořekovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μοιρολογώ, στενάζω, οδυρμός, μουγκρίζω, θρηνώ, μουγκρητό, γκρίνια, βογκητό, βογγητό