Inkriminovat στα ελληνικά

Μετάφραση: inkriminovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενοχοποιώ
Inkriminovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • inkorporace στα ελληνικά - ενσωμάτωση, ενσωμάτωσης, την ενσωμάτωση, ένταξη, ενσωμάτωσή
  • inkoust στα ελληνικά - μελάνι, μελάνη, μελάνης, μελανιού, του μελανιού
  • inkrustace στα ελληνικά - ψηφιδωτό, ένθετο, inlay, ένθεμα, ψηφίδω
  • inkubace στα ελληνικά - επώαση, επώασης, επωάσεως, την επώαση, από επώαση
Τυχαίες λέξεις
Inkriminovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενοχοποιώ