Ενοχοποιώ στα τσεχικά

Μετάφραση: ενοχοποιώ, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
inkriminovat, svědčit, zaplést, obvinit, týkají i, se týkají i, postihují
Ενοχοποιώ στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενοχοποιώ

ενοχοποιώ αγγλικά, ενοχοποιώ συνωνυμα, ενοχοποιώ λεξικό γλώσσας τσεχικά, ενοχοποιώ στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • ενοχλούμαι στα τσεχικά - dráždit, vadit, vyrušovat, rušit, rozrušit, obtěžovat, sužovat, ...
  • ενοχλώ στα τσεχικά - obtěžovat, vadit, otravovat, popudit, starost, trápit, znepokojit, ...
  • ενσάρκωση στα τσεχικά - personifikace, inkarnace, vtělení, inkarnací, ztělesnění, inkarnaci
  • ενσαρκώνω στα τσεχικά - vyjádřit, začlenit, zahrnovat, obsahovat, zahrnout, včlenit, vtělit, ...
Τυχαίες λέξεις
Ενοχοποιώ στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: inkriminovat, svědčit, zaplést, obvinit, týkají i, se týkají i, postihují