Klíč στα ελληνικά
Μετάφραση: klíč, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ίχνος, κλειδί, στραμπουλίζω, αποσπώ, πλήκτρο, βασικό, βασικά, βασικές
Μεταφράσεις
- klínovitý στα ελληνικά - σφήνα, σφήνας, σφηνοειδές, σφηνοειδούς, σφηνός
- klít στα ελληνικά - ορκίζομαι, καταριέμαι, ορκίζονται, ορκιστεί, ορκιστούν, βρίζουν
- klíček στα ελληνικά - μπουμπούκι, μικρόβιο, πρωτοεμφανίζομαι, βλαστάρι, βλαστός, φυτρώνουν, βλαστού, ...
- klíčení στα ελληνικά - βλάστηση, βλαστική ικανότητα, βλαστική, τη βλάστηση, τη βλαστική ικανότητα
Τυχαίες λέξεις
Klíč στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ίχνος, κλειδί, στραμπουλίζω, αποσπώ, πλήκτρο, βασικό, βασικά, βασικές
Μεταφράσεις: ίχνος, κλειδί, στραμπουλίζω, αποσπώ, πλήκτρο, βασικό, βασικά, βασικές