Kombinovat στα ελληνικά

Μετάφραση: kombinovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνδυάζω, συνδυασμός, συνδυάζουν, συνδυάσετε, συνδυάσει, συνδυάζει
Kombinovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • koma στα ελληνικά - κώμα, κώματος, το κώμα, σε κώμα
  • kombinace στα ελληνικά - συνδυασμός, σύνδεσμος, συνδυασμό, συνδυασμού, ο συνδυασμός
  • kombinování στα ελληνικά - συνδυασμός, συνδυάζοντας, συνδυάζει, συνδυασμό, το συνδυασμό, συνδυασμού
  • kombinát στα ελληνικά - συνδυάζω, συνδυασμός, συνδυάζουν, συνδυάσετε, συνδυάσει, συνδυάζει
Τυχαίες λέξεις
Kombinovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνδυάζω, συνδυασμός, συνδυάζουν, συνδυάσετε, συνδυάσει, συνδυάζει