Konfiskovat στα ελληνικά

Μετάφραση: konfiskovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάσχω, δημεύω, κατάσχουν, κατασχέσει, κατάσχει, δημεύσει, κατασχέσουν
Konfiskovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • konfirmovat στα ελληνικά - διαβεβαιώνω, επιβεβαιώνω
  • konfiskace στα ελληνικά - δήμευση, σπασμός, κατάσχεση, δήμευσης, τη δήμευση, κατάσχεσης
  • konflikt στα ελληνικά - μάχη, πόλεμος, καταπολεμώ, αγώνας, αγωνίζομαι, σύγκρουση, συγκρούσεων, ...
  • konformismus στα ελληνικά - συμμόρφωση, κομφορμισμό, κομφορμισμού, κομφορμισμός, κονφορμισμό, το ασυμβίβαστο
Τυχαίες λέξεις
Konfiskovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάσχω, δημεύω, κατάσχουν, κατασχέσει, κατάσχει, δημεύσει, κατασχέσουν