Kramařit στα ελληνικά
Μετάφραση: kramařit, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυκλοφορία, δοσοληψία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- krakovat στα ελληνικά - σπάζω, ραγίζω, ράγισμα, ρωγμή, ραγισμένος, ραγισμένα, ραγισμένο, ...
- kraksna στα ελληνικά - καφάσι, στάμνα, παλαιό αυτοκίνητο, jalopy
- kramflek στα ελληνικά - τακούνι, φτέρνα, πτέρνα, πτέρνας, φτέρνας
- kramář στα ελληνικά - μαγαζάτορας, καταστηματάρχης, καταστηματάρχη, μαγαζάτορα, μπακάλης
Τυχαίες λέξεις
Kramařit στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυκλοφορία, δοσοληψία
Μεταφράσεις: κυκλοφορία, δοσοληψία