Legalizovat στα ελληνικά
Μετάφραση: legalizovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νόμιμος, κυρώνω, μαρτυρώ, επικυρώνω, πιστοποιώ, νομιμοποιήσει, νομιμοποιήσουν, τη νομιμοποίηση, νομιμοποιηθεί, νομιμοποιεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ledňáček στα ελληνικά - αλκυών, αλκυόνα, αλκυόνων, Kingfisher, αλκυόνας
- legalizace στα ελληνικά - κατάθεση, μαρτυρία, νομιμοποίηση, νομιμοποίησης, επικύρωση, τη νομιμοποίηση, επικύρωσης
- legenda στα ελληνικά - κλειδί, θρύλος, μύθος, μύθο, θρύλο, το μύθο
- legendární στα ελληνικά - μυθικός, θρυλικός, θρυλικό, θρυλική, θρυλικού
Τυχαίες λέξεις
Legalizovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νόμιμος, κυρώνω, μαρτυρώ, επικυρώνω, πιστοποιώ, νομιμοποιήσει, νομιμοποιήσουν, τη νομιμοποίηση, νομιμοποιηθεί, νομιμοποιεί
Μεταφράσεις: νόμιμος, κυρώνω, μαρτυρώ, επικυρώνω, πιστοποιώ, νομιμοποιήσει, νομιμοποιήσουν, τη νομιμοποίηση, νομιμοποιηθεί, νομιμοποιεί