Κυρώνω στα τσεχικά

Μετάφραση: κυρώνω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ověřit, legalizovat, schválit, potvrdit, ratifikovat, ratifikuje
Κυρώνω στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κυρώνω

ακυρώνω μετάφραση, κρίνω σημασία, κυρώνω λεξικό γλώσσας τσεχικά, κυρώνω στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • κυρτός στα τσεχικά - ohyb, náklonnost, náchylnost, sklon, křivý, konvexní, vypouklé, ...
  • κυρτώνω στα τσεχικά - křivit, zakřivení, ohyb, zatáčka, ohnout, ohýbat, oblouk, ...
  • κυτταρικός στα τσεχικά - buněčný, buňkový, mobilní, buněčné, buněčná
  • κυψέλη στα τσεχικά - mraveniště, roj, úl, podregistr, podregistru, úlu, hive
Τυχαίες λέξεις
Κυρώνω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: ověřit, legalizovat, schválit, potvrdit, ratifikovat, ratifikuje