Legovat στα ελληνικά

Μετάφραση: legovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κράμα, κραματικά, σε κράμα, ή κραματικά, κεκραμένου
Legovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • legitimnost στα ελληνικά - νομιμότητα, νομιμότητας, νομιμοποίηση, νομιμοποίησης, νομιμότητά
  • legitimní στα ελληνικά - νόμιμος, θεμιτός, δικαιολογημένης, νόμιμο, έννομο
  • legrace στα ελληνικά - κορυδαλλός, σκέρτσο, αστείο, διασκέδαση, τη διασκέδαση, διασκεδαστικό, διασκέδασης, ...
  • legrační στα ελληνικά - γελοίος, περίεργος, αστείος, κωμικός, περίγελος, Αστεία, αστείο, ...
Τυχαίες λέξεις
Legovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κράμα, κραματικά, σε κράμα, ή κραματικά, κεκραμένου