Lemování στα ελληνικά
Μετάφραση: lemování, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρέλι, μεθόριος, σύνορο, σωλήνωση, σωλήνες, σωληνώσεων, σωληνώσεις, σωλήνωσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- lem στα ελληνικά - περιστόμιο, περιθώριο, κορδέλα, άκρη, στεφάνη, χείλος, κρόσσι, ...
- lemovat στα ελληνικά - δεσμεύω, χείλος, δένω, παρυφές, κρόσσι, ρέλι, άκρη, ...
- lenivost στα ελληνικά - οκνηρία, τεμπελιά, την τεμπελιά, Η τεμπελιά, τεμπελιάς
- lenivý στα ελληνικά - νωχελής, άτονος, μαχμουρλής, βραδύς, τεμπέλης, δυσκίνητος, τεμπέληδες, ...
Τυχαίες λέξεις
Lemování στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρέλι, μεθόριος, σύνορο, σωλήνωση, σωλήνες, σωληνώσεων, σωληνώσεις, σωλήνωσης
Μεταφράσεις: ρέλι, μεθόριος, σύνορο, σωλήνωση, σωλήνες, σωληνώσεων, σωληνώσεις, σωλήνωσης