Lezení στα ελληνικά

Μετάφραση: lezení, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκαρφαλώνω, ανεβαίνω, διαταράσσω, ορειβασία, αναρρίχηση, αναρρίχησης, την αναρρίχηση, αναρριχητικό
Lezení στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • lexikografie στα ελληνικά - λεξικογραφία, Λεξικογραφίας, τη λεξικογραφία, η λεξικογραφία, λεξικογραφικού
  • lexikální στα ελληνικά - λεξιλογικές, λεξιλογικό, λεξιλογική, λεξιλογικών, λεξικές
  • leč στα ελληνικά - αλλά, όμως, ακόμα, ωστόσο, εντούτοις, πάντως
  • lešení στα ελληνικά - κρεμάλα, σκαλωσιά, ικρίωμα, σκαλωσιές, ικριώματα, ικριωμάτων, σκαλωσιάς
Τυχαίες λέξεις
Lezení στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκαρφαλώνω, ανεβαίνω, διαταράσσω, ορειβασία, αναρρίχηση, αναρρίχησης, την αναρρίχηση, αναρριχητικό