Loupežit στα ελληνικά

Μετάφραση: loupežit, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ληστεύω, ξεγυμνώνω
Loupežit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • loupení στα ελληνικά - λεηλασία, απολύω, ελικοειδής ράβδωση, αυλάκωση, rifling, ράβδωση, ψαχουλεύοντας
  • loupež στα ελληνικά - βιασμός, ληστεία, διάρρηξη, κράμβη, αρπαγή, ληστείας, ληστειών, ...
  • loupeživý στα ελληνικά - αρπακτικός, ληστρική, αρπακτικών, εξοντωτική, επιθετικής, ληστρικές
  • loupežnictví στα ελληνικά - ληστεία, ληστείας, ληστειών, ληστείες, ληστειών στα
Τυχαίες λέξεις
Loupežit στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ληστεύω, ξεγυμνώνω