Mateřský στα ελληνικά
Μετάφραση: mateřský, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μητρικός, μητέρα, μητέρας, δείκτη της μητρικής, στο δείκτη της μητρικής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- materiál στα ελληνικά - ύλη, υλικό, υλικού, υλικών, υλικά
- materiální στα ελληνικά - ύλη, υλικό, υλικού, υλικών, υλικά
- mateřství στα ελληνικά - μητρότητα, μητρότητας, τη μητρότητα, της μητρότητας, η μητρότητα
- matka στα ελληνικά - μητέρα, μητέρας, η μητέρα, τη μητέρα, μητρική
Τυχαίες λέξεις
Mateřský στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μητρικός, μητέρα, μητέρας, δείκτη της μητρικής, στο δείκτη της μητρικής
Μεταφράσεις: μητρικός, μητέρα, μητέρας, δείκτη της μητρικής, στο δείκτη της μητρικής