Následující στα ελληνικά
Μετάφραση: následující, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλλεπάλληλος, οπαδοί, παρακολούθηση, διαδοχικός, ακολουθία, επόμενος, μετά, μεταγενέστερος, επόμενη, επόμενο, δίπλα, επόμενου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- následovník στα ελληνικά - κληρονόμος, οπαδός, ακολούθου, ακόλουθος, ολισθητήρα, που ακολουθεί
- následování στα ελληνικά - σειρά, διαδοχή, ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ακολουθήσετε
- násobek στα ελληνικά - πολλαπλός, πολλαπλούς, πολλαπλάσιο, πολλαπλές, πολλαπλών, πολλαπλά
- násobení στα ελληνικά - αναπαραγωγή, πολλαπλασιασμός, πολλαπλασιασμό, πολλαπλασιασμού, τον πολλαπλασιασμό, του πολλαπλασιασμού
Τυχαίες λέξεις
Následující στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλλεπάλληλος, οπαδοί, παρακολούθηση, διαδοχικός, ακολουθία, επόμενος, μετά, μεταγενέστερος, επόμενη, επόμενο, δίπλα, επόμενου
Μεταφράσεις: αλλεπάλληλος, οπαδοί, παρακολούθηση, διαδοχικός, ακολουθία, επόμενος, μετά, μεταγενέστερος, επόμενη, επόμενο, δίπλα, επόμενου