Nařídit στα ελληνικά

Μετάφραση: nařídit, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραγγέλλω, απόπειρα, υπαγορεύω, εντολή, καθορισμένος, τοποθετώ, διατάσσω, θεσπίζω, προβλέπω, διατάζω, διάταγμα, ορίζω, προστάζω, σκηνοθετώ, παραγγελία, προσταγή, διαταγή, προκειμένου, ώστε, σκοπό
Nařídit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • načít στα ελληνικά - αρχίζω, αρχή, ξεκίνημα, ξεκινώ, καρφίτσα, Broach, γλύφανο, ...
  • nařknout στα ελληνικά - κατηγορώ, κατηγορούν, κατηγορήσει, κατηγορεί, κατηγορήσουν
  • naříkat στα ελληνικά - πενθώ, θρηνώ, οδυρμός, τρίξιμο, μουγκρίζω, στενάζω, παραπονιέμαι, ...
  • naříkavý στα ελληνικά - αξιοθρήνητος, θρηνώδης, θρηνητικός, παραπονετικός, παραπονιάρικος, λυπητερός
Τυχαίες λέξεις
Nařídit στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραγγέλλω, απόπειρα, υπαγορεύω, εντολή, καθορισμένος, τοποθετώ, διατάσσω, θεσπίζω, προβλέπω, διατάζω, διάταγμα, ορίζω, προστάζω, σκηνοθετώ, παραγγελία, προσταγή, διαταγή, προκειμένου, ώστε, σκοπό