Naklánět στα ελληνικά
Μετάφραση: naklánět, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γέρνω, ανάχωμα, κλίνω, όχθη, ακουμπώ, τράπεζα, άπαχος, κλίση, κλίσης, tilt, κλίσεως, την κλίση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- nakládka στα ελληνικά - φόρτωση, φόρτωσης, loading, τη φόρτωση, φορτώσεως
- nakládání στα ελληνικά - μεταχείριση, φόρτωση, θεραπεία, φόρτωσης, loading, τη φόρτωση, φορτώσεως
- naklást στα ελληνικά - ξαπλώνω, κοσμικός, στρώνω, να ορίσει, ορίσει, καθορίζουν, καθορίζει, ...
- naklížit στα ελληνικά - μαστίχα, να κολληθούν, να είναι κολλημένα, είναι κολλημένα, να κολληθεί, πρέπει να είναι κολλημένα
Τυχαίες λέξεις
Naklánět στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γέρνω, ανάχωμα, κλίνω, όχθη, ακουμπώ, τράπεζα, άπαχος, κλίση, κλίσης, tilt, κλίσεως, την κλίση
Μεταφράσεις: γέρνω, ανάχωμα, κλίνω, όχθη, ακουμπώ, τράπεζα, άπαχος, κλίση, κλίσης, tilt, κλίσεως, την κλίση