Neodborný στα ελληνικά

Μετάφραση: neodborný, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανίκανος, αντιεπαγγελματικός, αντιεπαγγελματική, μη επαγγελματική, αντιϋπηρεσιακής, μη επαγγελματικό
Neodborný στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • neochvějný στα ελληνικά - σταθερός, εταιρία, ακλόνητος, απτόητος, εδραίος, ακλόνητη, αταλάντευτη, ...
  • neodborník στα ελληνικά - ερασιτέχνης, ερασιτέχνες, ερασιτεχνικό, ερασιτεχνική, ερασιτέχνη
  • neodbytnost στα ελληνικά - φορτικότης, φορτικότητα, η φορτικότητα, ενόχληση, επίμονη αίτηση
  • neodbytný στα ελληνικά - φορτικός, επίμονος, επίμονη, ανθεκτικές, επίμονες, επίμονο
Τυχαίες λέξεις
Neodborný στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανίκανος, αντιεπαγγελματικός, αντιεπαγγελματική, μη επαγγελματική, αντιϋπηρεσιακής, μη επαγγελματικό