Normál στα ελληνικά
Μετάφραση: normál, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραδόπιστος, ισότητα, ισοτιμία, τσιγκούνης, σημαίνω, εννοώ, κανονικός, φυσιολογικός, κανονική, κανονικής, κανονικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- normovat στα ελληνικά - απολέπιση, κλιμάκωση, κλιμάκωσης, κλίμακας, την κλιμάκωση
- normování στα ελληνικά - τυποποίηση, τυποποίησης, την τυποποίηση, της τυποποίησης, η τυποποίηση
- normální στα ελληνικά - τακτικός, ομαλός, συνήθης, κοινός, συνηθισμένος, κανονικός, φυσιολογικός, ...
- norník στα ελληνικά - τερριέ, τεριέ, Terrier, τεριέ του, Τέρριερ
Τυχαίες λέξεις
Normál στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραδόπιστος, ισότητα, ισοτιμία, τσιγκούνης, σημαίνω, εννοώ, κανονικός, φυσιολογικός, κανονική, κανονικής, κανονικές
Μεταφράσεις: παραδόπιστος, ισότητα, ισοτιμία, τσιγκούνης, σημαίνω, εννοώ, κανονικός, φυσιολογικός, κανονική, κανονικής, κανονικές