Obyčejný στα ελληνικά
Μετάφραση: obyčejný, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγροίκος, απλός, μέτριος, ασήμαντος, χυδαίος, πεδιάδα, βάναυσος, σκέτος, συνήθης, χονδροειδής, συνηθισμένος, πρόστυχος, σκέτο, κοινός, κάμπος, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- obyvatelstvo στα ελληνικά - άνθρωποι, άνθρωπος, πληθυσμός, κόσμος, πληθυσμού, πληθυσμό, του πληθυσμού, ...
- obyčej στα ελληνικά - χρησιμοποιώ, συνήθεια, χρήση, πρακτική, άσκηση, έθιμο, τρόπος, ...
- obyčejně στα ελληνικά - κοινώς, γενικά, κοινά, συνήθως, που συνήθως, κανόνα
- obyčejový στα ελληνικά - κοινός, συνηθισμένος, συνήθης, συνήθη, συνήθεις, συνηθίζεται, σύνηθες
Τυχαίες λέξεις
Obyčejný στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγροίκος, απλός, μέτριος, ασήμαντος, χυδαίος, πεδιάδα, βάναυσος, σκέτος, συνήθης, χονδροειδής, συνηθισμένος, πρόστυχος, σκέτο, κοινός, κάμπος, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών
Μεταφράσεις: αγροίκος, απλός, μέτριος, ασήμαντος, χυδαίος, πεδιάδα, βάναυσος, σκέτος, συνήθης, χονδροειδής, συνηθισμένος, πρόστυχος, σκέτο, κοινός, κάμπος, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών