Obyčejně στα ελληνικά
Μετάφραση: obyčejně, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοινώς, γενικά, κοινά, συνήθως, που συνήθως, κανόνα
Μεταφράσεις
- obyčej στα ελληνικά - χρησιμοποιώ, συνήθεια, χρήση, πρακτική, άσκηση, έθιμο, τρόπος, ...
- obyčejný στα ελληνικά - αγροίκος, απλός, μέτριος, ασήμαντος, χυδαίος, πεδιάδα, βάναυσος, ...
- obyčejový στα ελληνικά - κοινός, συνηθισμένος, συνήθης, συνήθη, συνήθεις, συνηθίζεται, σύνηθες
- obzor στα ελληνικά - ορίζοντας, ορίζοντα, χρονικού ορίζοντα, χρονικό ορίζοντα
Τυχαίες λέξεις
Obyčejně στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοινώς, γενικά, κοινά, συνήθως, που συνήθως, κανόνα
Μεταφράσεις: κοινώς, γενικά, κοινά, συνήθως, που συνήθως, κανόνα