Odlehlý στα ελληνικά
Μετάφραση: odlehlý, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δόλιος, απόμακρος, απομακρυσμένος, ψυχρός, απόκεντρος, ύπουλος, μακρινός, απομακρυσμένο, απομακρυσμένες, απομακρυσμένη, εξ αποστάσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- odkysličovat στα ελληνικά - ελαττώνω, μειώνω, περιορίζω
- odkázat στα ελληνικά - παραπέμπω, κληροδοτώ, αναφέρομαι, αναφέρονται, ανατρέξτε, αναφέρεται
- odlehčení στα ελληνικά - εκροή, ανάγλυφος, ανακούφιση, εκτόνωση, άφεση, εκπυρσοκρότηση, απολύω, ...
- odlehčit στα ελληνικά - ξαλαφρώνω, ανακουφίζω, ελαφρύνει, φωτίσει, ελάφρυνση, φωτίσετε, ελαφρυνθεί
Τυχαίες λέξεις
Odlehlý στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δόλιος, απόμακρος, απομακρυσμένος, ψυχρός, απόκεντρος, ύπουλος, μακρινός, απομακρυσμένο, απομακρυσμένες, απομακρυσμένη, εξ αποστάσεως
Μεταφράσεις: δόλιος, απόμακρος, απομακρυσμένος, ψυχρός, απόκεντρος, ύπουλος, μακρινός, απομακρυσμένο, απομακρυσμένες, απομακρυσμένη, εξ αποστάσεως