Odlučovat στα ελληνικά
Μετάφραση: odlučovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ιδιαίτερος, χωριστός, ξεχωριστός, αποκολλώ, χωρίζω, να διαχωριστούν, να διαχωριστεί, να διαχωρίσει, προς διαχωρισμό, για το διαχωρισμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- odluka στα ελληνικά - διαχωρισμός, διακοπή, χωρισμός, διαχωρισμού, διαχωρισμό, χωρισμού
- odlučitelný στα ελληνικά - διαχωριζόμενα, να διαχωριστούν, διαχωρίσιμο, διαχωρίσιμα, διαχωρισθούν
- odlévat στα ελληνικά - υποχωρώ, παύση, άμπωτη, ρίχνει, χυτό, ρίξει, χυτεύεται, ...
- odlévání στα ελληνικά - χύσιμο, χύτευσης, χύτευση, χυτεύσεως, τη χύτευση
Τυχαίες λέξεις
Odlučovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ιδιαίτερος, χωριστός, ξεχωριστός, αποκολλώ, χωρίζω, να διαχωριστούν, να διαχωριστεί, να διαχωρίσει, προς διαχωρισμό, για το διαχωρισμό
Μεταφράσεις: ιδιαίτερος, χωριστός, ξεχωριστός, αποκολλώ, χωρίζω, να διαχωριστούν, να διαχωριστεί, να διαχωρίσει, προς διαχωρισμό, για το διαχωρισμό