Odmítat στα ελληνικά
Μετάφραση: odmítat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεπεσμός, απορρίπτω, σκουπίδια, μαρασμός, κλίνω, απορρίμματα, αρνούνται, αρνηθεί, αρνηθούν, να αρνηθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- odmrazit στα ελληνικά - ξεπαγώνω, απόψυξης, απόψυξη, απ ψυξης, αποπάγωσης, της απόψυξης
- odmrštit στα ελληνικά - χτυπημένη, σαντιγί, κτυπημένη, κτυπημένης, κτυπημένο
- odmítavý στα ελληνικά - υποτιμητικό, υβριστικό, αποδοκιμαστική, υποτιμητικό χαρακτηρισμό
- odmítnout στα ελληνικά - μαρασμός, απολύω, ξεπεσμός, απορρίπτω, κλίνω, σκουπίδια, αποποιούμαι, ...
Τυχαίες λέξεις
Odmítat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεπεσμός, απορρίπτω, σκουπίδια, μαρασμός, κλίνω, απορρίμματα, αρνούνται, αρνηθεί, αρνηθούν, να αρνηθεί
Μεταφράσεις: ξεπεσμός, απορρίπτω, σκουπίδια, μαρασμός, κλίνω, απορρίμματα, αρνούνται, αρνηθεί, αρνηθούν, να αρνηθεί