Odstup στα ελληνικά
Μετάφραση: odstup, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάλειμμα, απόσταση, μήκος, διάστημα, απόσταση μεταξύ, απόστασης, αποστάσεις
Μεταφράσεις
- odstrašit στα ελληνικά - τρομάζω, εκφοβίζω, αποθαρρύνω, να αποτρέψει, αποτρέψει, αποτρέπουν, αποτρέψουν, ...
- odstrojit στα ελληνικά - γυμνώνω, κατεδαφίζω, γδύνομαι, γδύνω, εκδύω, απεκδύω
- odstupovat στα ελληνικά - παραιτούμαι, εγκαταλείπω, παραιτηθεί, απαρνηθούν τις, παραιτείται από την
- odstupňovat στα ελληνικά - απόφοιτος, αποφοιτώ, βαθμός, τάξη, βαθμού, ποιότητας, βαθμό
Τυχαίες λέξεις
Odstup στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάλειμμα, απόσταση, μήκος, διάστημα, απόσταση μεταξύ, απόστασης, αποστάσεις
Μεταφράσεις: διάλειμμα, απόσταση, μήκος, διάστημα, απόσταση μεταξύ, απόστασης, αποστάσεις