Odvrhnout στα ελληνικά
Μετάφραση: odvrhnout, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απορρίπτω, αποβάλλω, πετώ, αποπλέω, πετάξει μακριά, σαλπάρουμε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- odvozovat στα ελληνικά - αντλώ, παράγομαι, προέρχομαι, αντλούν, απορρέουν, αντλήσει, αποκομίζουν, ...
- odvozování στα ελληνικά - παραγωγή, εξαγωγή, προέλευση, παράγωγο, συναγωγή
- odvrácení στα ελληνικά - παρέκβαση, παρεκτροπή, αποτροπή
- odvrátit στα ελληνικά - σειρά, αποσπώ, παρεκτρέπω, αλλοτριώνω, στρίβω, διασπώ, παρεκκλίνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Odvrhnout στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απορρίπτω, αποβάλλω, πετώ, αποπλέω, πετάξει μακριά, σαλπάρουμε
Μεταφράσεις: απορρίπτω, αποβάλλω, πετώ, αποπλέω, πετάξει μακριά, σαλπάρουμε